ισολογία

ισολογία
ἰσολογία, ἡ (Α)
1. ισηγορία, παρρησία, ελευθερία τού λόγου
2. στον πληθ. αἱ ἰσολογίαι
επιχειρήματα ίσης αξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -λογία (< -λόγος < λόγος), πρβλ. μακρο-λογία, υστερο-λογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰσολογία — ἰσολογίᾱ , ἰσολογία counterbalancing arguments fem nom/voc/acc dual ἰσολογίᾱ , ἰσολογία counterbalancing arguments fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσολογίας — ἰσολογίᾱς , ἰσολογία counterbalancing arguments fem acc pl ἰσολογίᾱς , ἰσολογία counterbalancing arguments fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσολογίαν — ἰσολογίᾱν , ἰσολογία counterbalancing arguments fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”